Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η ανάκριση

См. также в других словарях:

  • ανάκριση — η ακριβής εξέταση για αποκάλυψη της αλήθειας σε κάποιο αδίκημα: Με κάλεσαν να πάω για ανάκριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… …   Dictionary of Greek

  • βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …   Dictionary of Greek

  • δικονομία — Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών… …   Dictionary of Greek

  • κογνιτίων — κογνιτίων, ἡ (Α) δικαστική ανάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cognitio «γνωριμία, γνώση», με την ίδια εξειδικευμένη σημ. «δικαστική ανάκριση»] …   Dictionary of Greek

  • προανάκριση — η, Ν προκαταρκτική ανάκριση που διενεργείται μετά από έγγραφη παραγγελία τού εισαγγελέα από ανακριτικό υπάλληλο για βεβαίωση αξιόποινης πράξης, σε αντιδιαστολή προς την τακτική ανάκριση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προανακρίνω. Η λ., στον λόγιο τ. προανάκρισις …   Dictionary of Greek

  • Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… …   Dictionary of Greek

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • προανάκριση — η πρόχειρη, προκαταρκτική ανάκριση, άτυπη συλλογή πληροφοριών πριν από την τακτική ανάκριση: Διατάχτηκε να κάνει προανάκριση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Άννας — Όνομα αρχιερέων των Ιουδαίων. 1. Ά. ο πρεσβύτερος (αρχές 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Γιος του Αλεξανδρινού Σεθ ή Σεθί. Διετέλεσε αρχιερέας στο διάστημα μεταξύ 6 και 15 μ.Χ. Σε αυτόν οδηγήθηκε ο Ιησούς για ανάκριση, παρότι δεν ήταν τότε… …   Dictionary of Greek

  • άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»